- μετανάστατος
- μετανάστατος, -ον (Α) [μετανίστημι]1. (για χώρα) αυτός που ερημώθηκε λόγω μεταναστεύσεων («ἡ Ἑλλάς, οὐχ ὑπ' ἀνθρώπων, μόνον γινομένη μετανάστατος, ἀλλὰ καὶ ὑπ' αὐτῆς τῆς φύσεως», Όκελλ.)2. αυτός που αποχώρησε, που αναχώρησε («πατέρων μετανάστατος ψυχή», Φίλ).
Dictionary of Greek. 2013.